- αταβιστικός
- atawistyczny przym.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
αταβιστικός — ή, ό βιολ. ο σχετικός με τον αταβισμό («αταβιστικά φαινόμενα», «αταβιστικοί χαρακτήρες») … Dictionary of Greek
αταβιστικός — ή, ό αυτός που οφείλεται στον αταβισμό: Τα αταβιστικά χαρακτηριστικά είναι ισχυρότερα από τα άλλα, γι αυτό και ξεχωρίζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)